- επίστρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) накрытый, покрытый; застланный, устланный; настланный; 2) облицованный, обшитый; 3) осёдланный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίστρωτος — η, ο [επιστρώνω] αυτός που έχει επίστρωμα, ο επιστρωμένος … Dictionary of Greek